μούτρο

μούτρο
τό
1) груб. лицо; рожа, морда;

θα σού σπάσω τα μούτρα — я тебе набью морду;

2) (противная) морда (о человеке);

§ κατεβασμένα ( — или κρεμασμένα) μούτρα — надутая, постная физиономия;

ξινισμένα μούτρα — кислое лицо, кислая рожа;

ξινίζω ( — или στραβώνω) τα μούτρα μου — корчить кислую рожу;

κάνω μούτρα — притворяться недовольным, сердитым;

μας κάνει ( — или κρεμάει) μούτρα — он дуется на нас;

κατεβάζω ( — или κρεμάω) τα μούτρα μου — а) повесить нос; — б) опустить голову (в знак вины); — в) дуться (на кого-л.);

έχει μούτρα και μιλάει ακόμα — он ещё смеет говорить;

παίρνω τα μούτρα μου — а) почувствовать себя неловко; — б) осмеливаться, набираться храбрости, наглости;

δεν είναι γιά τα μούτρα σου — это не для таких, как ты, это не про вас;

πέφτω ( — или ρίχνομαι) με τα μούτρα σε... — а) с головой окунуться, уходить в...; — б) наброситься (на еду и т. п.);

μας το χτύπησε στα μούτρο — он бросил нам это прямо в лицо (о словах);

με τί μούτρα να παρουσιαστώ μπροστά του — или δεν 2χω μούτρα να τον ιδώ — какими глазами я буду смотреть на него;

μούτρα γιά σιδέρωμα! — бесстыжая рожа!


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "μούτρο" в других словарях:

  • μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… …   Dictionary of Greek

  • μούτρο — το (λ. ιταλ.) 1. το πρόσωπο, η όψη του ανθρώπου. 2. φρ., «Πέφτω με τα μούτρα», προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις, αφοσιώνομαι σε κάτι· «Κάνω μούτρα», εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου, θυμώνω, κατσουφιάζω· «Ξίνισε τα μούτρα του», εκδήλωσε δυσαρέσκεια με …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουτρώνω — [μούτρο] 1. κατεβάζω τα μούτρα μου, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής από δυσαρέσκεια, κατσουφιάζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουτρωμένος, η, ο κατσουφιασμένος, χολωμένος εξαιτίας έκδηλης δυσαρέσκειας («μάς ήρθε μουτρωμένος») …   Dictionary of Greek

  • Ena Exypno Exypno Moutro — Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο Directed by Andreas Andreakaki Written by Giannis Dalianidis Nikos Tsiforos Starring Vassilis Avlonitis Kostas Voutsas Nikos Rizos Nini J …   Wikipedia

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • αλεπόμουτρο — το 1. το πρόσωπο τής αλεπούς 2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μούτρο] …   Dictionary of Greek

  • αρκουδίσιος — α, ο 1. αυτός που προέρχεται από αρκούδα («αρκουδίσιο δέρμα») 2. εκείνος που ανήκει σε αρκούδα ή που τη θυμίζει («αρκουδίσιο μούτρο») …   Dictionary of Greek

  • κακομούτρης — ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μούτρο] …   Dictionary of Greek

  • μουσούδι — το (Μ μουσούδι[ν]) 1. ρύγχος ζώου 2. (σκωπτικά) πρόσωπο, μούτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. ούδι(ν) (πρβλ. μουσ ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • μουτράκι — το (με θωπευτική σημ.) μικρό μούτρο, μικρό και συμπαθητικό πρόσωπο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»